δοῦλος
: δούλος
Grec ancien
Étymologie
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | δοῦλος | οἱ | δοῦλοι | τὼ | δούλω |
Vocatif | δοῦλε | δοῦλοι | δούλω | |||
Accusatif | τὸν | δοῦλον | τοὺς | δούλους | τὼ | δούλω |
Génitif | τοῦ | δούλου | τῶν | δούλων | τοῖν | δούλοιν |
Datif | τῷ | δούλῳ | τοῖς | δούλοις | τοῖν | δούλοιν |
δοῦλος, doûlos \ˈdoːˌlos\ masculin
Dérivés
- δουλαγωγέω
- δουλαγωγία
- δουλαπατία
- δουλάριον
- δουλείας
- δούλειος
- δουλέκδουλος
- δούλευμα
- δουλευτέον
- δουλεύω
- δούλη
- δουληΐη
- δουλία
- δουλικός
- δουλικῶς
- δούλιος
- δουλίς
- Δουλιχιεύς
- Δοθλίχιον
- Δοθλίχιοι
- Δουλιχιόνδε
- δουλιχόδειρος
- δουλιχόεις
- δουλόβοτος
- δουλογραφεῖον
- δουλογραφέω
- δουλοδιδάσκαλος
- δουλοκρατέομαι
- δουλοκρατία
- δουλόμορφος
- δουλοπόνηρος
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρεπής
- δουλοπρεπῶς
- δουλόω
- δουλόσπορος
- δουλοσύνη
- δουλόσυνος
- δουλότροπος
- δουλοφανής
- δουλόψυχος
- δούλωσις
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : δούλος
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
- Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage
- Notes
- Robert S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, t. 1, Leyde, Brill, 2010, p. 249–250.
- Rafał Rosół, Frühe semitische Lehnwörter im Griechischen, Francfort-sur-le-Main, Peter Lang, 2013, p. 18.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.