θαυματουργός

Grec ancien

Étymologie

De θαῦμα, thaûma  merveille ») et ἔργον, érgon  travail »).

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif θαυματουργός θαυματουργός θαυματουργόν θαυματουργοί θαυματουργοί θαυματουργά θαυματουργώ θαυματουργώ θαυματουργώ
Vocatif θαυματουργέ θαυματουργέ θαυματουργόν θαυματουργοί θαυματουργοί θαυματουργά θαυματουργώ θαυματουργώ θαυματουργώ
Accusatif θαυματουργόν θαυματουργόν θαυματουργόν θαυματουργούς θαυματουργούς θαυματουργά θαυματουργώ θαυματουργώ θαυματουργώ
Génitif θαυματουργοῦ θαυματουργοῦ θαυματουργοῦ θαυματουργῶν θαυματουργῶν θαυματουργῶν θαυματουργοῖν θαυματουργοῖν θαυματουργοῖν
Datif θαυματουργ θαυματουργ θαυματουργ θαυματουργοῖς θαυματουργοῖς θαυματουργοῖς θαυματουργοῖν θαυματουργοῖν θαυματουργοῖν

θαυματουργός, thaumaturgós \tʰa͜u.ma.toːr.ˈɡos\

  1. Qui fait des tours d’adresse.

Dérivés

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.