καταστρεπτικότητα
Grec
Étymologie
- Dérivé de καταστρεπτικός avec le suffixe -ότητα.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | καταστρεπτικότητα | οι | καταστρεπτικότητες |
Génitif | της | καταστρεπτικότητας | των | καταστρεπτικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | καταστρεπτικότητα | τις | καταστρεπτικότητες |
Vocatif | καταστρεπτικότητα | καταστρεπτικότητες |
καταστρεπτικότητα \ka.ta.stɾɛ.pti.ˈkɔ.ti.ta\ féminin
- Puissance de destruction.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.