λιτανός

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de λιτή, litê  prière ») avec le suffixe -ανός, -anós.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif λιτανός λιτανή λιτανόν λιτανοί λιταναί λιτανά λιτανώ λιτανά λιτανώ
Vocatif λιτανέ λιτανή λιτανόν λιτανοί λιταναί λιτανά λιτανώ λιτανά λιτανώ
Accusatif λιτανόν λιτανήν λιτανόν λιτανούς λιτανάς λιτανά λιτανώ λιτανά λιτανώ
Génitif λιτανοῦ λιτανῆς λιτανοῦ λιτανῶν λιτανῶν λιτανῶν λιτανοῖν λιταναῖν λιτανοῖν
Datif λιταν λιταν λιταν λιτανοῖς λιταναῖς λιτανοῖς λιτανοῖν λιταναῖν λιτανοῖν

λιτανός, litanós \Prononciation ?\

  1. Priant, suppliant.

    Dérivés

    Références

    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.