στῦλος
Grec ancien
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | στῦλος | οἱ | στῦλοι | τὼ | στύλω |
Vocatif | στῦλε | στῦλοι | στύλω | |||
Accusatif | τὸν | στῦλον | τοὺς | στύλους | τὼ | στύλω |
Génitif | τοῦ | στύλου | τῶν | στύλων | τοῖν | στύλοιν |
Datif | τῷ | στύλῳ | τοῖς | στύλοις | τοῖν | στύλοιν |
στῦλος, stûlos \ˈstyːˌ.los\ masculin
Dérivés
- ἀμφιπρόστυλος
- ἀραιόστυλος
- ἄστυλος
- δεκάστυλος
- διάστυλος
- δωδεκάστυλος
- ἑξάστυλος
- ἑκατοντάστυλος
- ἑκατόστυλος
- εὔστυλος
- ὀκτάστυλος
- περίστυλος
- πολύστυλος
- πρόστυλος
- πυκνόστυλος
- σύστυλος
- τετράστυλος
- ὑπόστυλος
Références
- « στῦλος », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.