ὀφθαλμός

Voir aussi : οφθαλμός

Grec ancien

Étymologie

De ὄψ, óps  œil ») et *θαλμός (« creux ») soit « orbite, cavité de l’œil », voir θόλος.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὀφθαλμός οἱ ὀφθαλμοί τὼ ὀφθαλμώ
Vocatif ὀφθαλμέ ὀφθαλμοί ὀφθαλμώ
Accusatif τὸν ὀφθαλμόν τοὺς ὀφθαλμούς τὼ ὀφθαλμώ
Génitif τοῦ ὀφθαλμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν τοῖν ὀφθαλμοῖν
Datif τῷ ὀφθαλμ τοῖς ὀφθαλμοῖς τοῖν ὀφθαλμοῖν

ὀφθαλμός, ophthalmós \opʰ.tʰal.ˈmos\ masculin (Ancienne écriture : ὀϕϑαλμός)

  1. (Anatomie) Œil.
    • Ἐν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν.
      Voir de ses propres yeux.
    • Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος.  (L’Exode, 21, 23-25)
      Œil pour œil, dent pour dent.
  2. Vue.
    • Στέρησις ὀφθαλμῶν.
    Perte temporaire de la vue.

Composés

  • αἰγόφθαλμος
  • αἰλουρόφθαλμος
  • αἰωνόφθαλμος
  • ἀνόφθαλμος
  • ἀντόφθαλμος
  • ἀραιόφθαλμος
  • ἀττελεβόφθαλμος
  • βούφθαλμος
  • δυσόφθαλμος
  • ἐξόφθαλμος
  • ἑτερόφθαλμος
  • εὐόφθαλμος
  • γερανόφθαλμος
  • γλαυκόφθαλμος
  • γοργόφθαλμος
  • ἡδυόφθαλμος
  • κοιλόφθαλμος
  • λαγόφθαλμος
  • λαγώφθαλμος
  • λαμπρόφθαλμος
  • λευκόφθαλμος
  • λιρόφθαλμος
  • λοξόφθαλμος
  • λυκόφθαλμος
  • μαλακόφθαλμος
  • μεγαλόφθαλμος
  • μελανόφθαλμος
  • μεσόφθαλμος
  • μικρόφθαλμος
  • μονόφθαλμος
  • μυριόφθαλμος
  • παντόφθαλμος
  • πλατυόφθαλμος
  • πολυόφθαλμος
  • πονηρόφθαλμος
  • πυκνόφθαλμος
  • ῥιψόφθαλμος
  • σκληρόφθαλμος
  • σκοροδόφθαλμος
  • στερνόφθαλμος
  • ταυρόφθαλμος
  • τριόφθαλμος
  • τρυφερόφθαλμος
  • ὑγρόφθαλμος
  • ὑόφθαλμος
  • ὑψόφθαλμος
  • ὡραιόφθαλμος
  • χαροπόφθαλμος

Dérivés

  • ὀφθαλμία, ophtalmie

Synonymes

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.