άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
Greek
Noun
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο • (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno) n (plural άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα)
Synonyms
- ΑΤΙΑ (ATIA) (initialism)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.