άσχημος

Greek

Alternative forms

  • άσκημος (áskimos)

Etymology

From Ancient Greek ἄσχημος (áskhēmos), from Ancient Greek ἀσχήμων (askhḗmōn)

Adjective

άσχημος (áschimos) m (feminine άσχημη, neuter άσχημο)

  1. ugly
    μια άσχημη εικόνα   (a bad image)
  2. bad
    άσχημος καιρός   (bad weather)
  3. nasty
    ένα άσχημο ατύχημα   (a nasty accident)
  4. unseemly

Declension

  • άσχημα (áschima)
  • ασχημαίνω (aschimaíno)
  • ασχήμια (aschímia)
  • ασχημία (aschimía)
  • ασχημίζω (aschimízo)
  • ασχημονώ (aschimonó)
  • ασχημοσύνη (aschimosýni)
  • κακάσχημος (kakáschimos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.