έντρομος
Greek
Etymology
From Koine Greek ἔντρομος (éntromos), equivant to εν (en, “in”) + τρόμος (trómos, “terror”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈendɾomos/
- Hyphenation: έ‧ντρο‧μος
Adjective
έντρομος • (éntromos) m (feminine έντρομη, neuter έντρομο)
- terrified, frightened, terror-stricken (utterly scared)
- Όλοι ξεχύθηκαν έντρομοι στους δρόμους μετά τον σεισμό. ― Óloi xechýthikan éntromoi stous drómous metá ton seismó. ― Everyone spilled out terror-stricken into the streets after the earthquake.
Declension
declension of έντρομος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έντρομος | έντρομη | έντρομο | έντρομοι | έντρομες | έντρομα |
genitive | έντρομου | έντρομης | έντρομου | έντρομων | έντρομων | έντρομων |
accusative | έντρομο | έντρομη | έντρομο | έντρομους | έντρομες | έντρομα |
vocative | έντρομε | έντρομη | έντρομο | έντρομοι | έντρομες | έντρομα |
Synonyms
- (terrified): φοβισμένος (fovisménos), τρομοκρατημένος (tromokratiménos), περίτρομος (perítromos)
Antonyms
- (terrified): άτρομος (átromos, “fearless”), άφοβος (áfovos, “fearless”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.