εν
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [en]
Etymology 1
From Ancient Greek ἐν (en).
Usage notes
- The ancient ἐν + dative case used in stereotyped set phrases, some ancient and others created from Katharevousa
Derived terms
Expressions with εν (ἐν) + ancient dative
In monotonic script (εν), and polytonic (ἐν) & dative, if different
- εν αγνοία (en agnoía, “unaware”), ἐν ἀγνοίᾳ
- εν αδίκω (en adíko, “in the wrong, at fault”), ἐν ἀδίκῳ
- εν αμύνη (en amýni, “in defence”), ἐν ἀμύνῃ
- εν αμφιβόλω (en amfivólo), ἐν ἀμφιβόλῳ
- εν ανάγκη (en anágki, “where necessary, if necessary”), ἐν ἀνάγκῃ
- εν αναμονή (en anamoní, “pending”), ἐν ἀναμονῇ
- εν ανεπαρκεία (en aneparkeía, “scarce”), ἐν ἀνεπαρκείᾳ
- εν αντιθέσει (en antithései, “on the other hand, in contrast”), ἐν ἀντιθέσει
- εν αποστρατεία (en apostrateía, “retired -of military-”), ἐν ἀποστρατείᾳ
- εν αρχή (en archí, “in the beginning”), ἐν ἀρχῇ
- εν γένει (en génei, “generally”)
- εν γνώσει (en gnósei, “knowingly”) + weak pronouns (μου, σου, του)
- εν δήμω (en dímo, “in public”), ἐν δήμῳ
- εν διαστάσει (en diastásei, “legally separated”)
- εν δικαίω (en dikaío), ἐν δικαίῳ
- εν δράσει (en drásei, “in action”)
- εν δυνάμει (en dynámei, “potentially”)
- εν εγρηγόρσει (en egrigórsei), ἐν ἐγρηγόρσει
- εν είδει (en eídei, “in the form, as”), ἐν εἴδει
- εν εκκρεμότητι (en ekkremótiti), ἐν ἐκκρεμότητι
- εν εκτάσει (en ektásei), ἐν ἐκτάσει
- εν ενεργεία (en energeía, “active, in current employment”), ἐν ἐνεργείᾳ
- εν εξάρσει (en exársei), ἐν ἐξάρσει
- εν εξελίξει (en exelíxei, “in progress”), ἐν ἐξελίξει
- εν έτει (en étei, “in the year...”), ἐν ἔτει
- εν ζωή (en zoḯ, “living, alive”), ἐν ζωῇ
- εν θερμώ (en thermó, “in the heat of the moment; in hot”), ἐν θερμῷ
- εν ισχύι (en ischýi, “in force, effective”), ἐν ἰσχύι
- εν καιρώ (en kairó, “in time of; eventually”), ἐν καιρῷ
- εν κατακλείδι (en katakleídi)
- εν κινήσει (en kinísei, “in motion”)
- εν κρυπτώ (en kryptó, “in secret”), ἐν κρυπτῷ
- εν λευκώ (en lefkó, “with a carte blanche”), ἐν λευκῷ
- article + εν λόγω (en lógo, “such, the said”), ἐν λόγῳ
- εν μέρει (en mérei, “partly”)
- εν ολίγοις (en olígois, “in short, in few words”), ἐν ὀλίγοις
- εν ονόματι (en onómati, “in the name of, on behalf of”), ἐν ὀνόματι
- ενόψει, εν όψει (en ópsei, “in view of”), ἐν ὄψει
- εν περιλήψει (en perilípsei, “in summary”)
- εν πλώ (en pló, “while sailing”), ἐν πλῷ
- εν πομπή (en pompí), ἐν πομπῇ
- εν προκειμένω (en prokeiméno, “in this case”), ἐν προκειμένῳ
- εν πρώτοις (en prótois, “first of all”), ἐν πρώτοις
- εν πτήσει (en ptísei, “while flying, in-flight”)
- εν σπέρματι (en spérmati, “literally: in the seed; not yet fully formed”)
- εν στάσει (en stásei, “when stationary”)
- εν στολή (en stolí, “uniformed, in uniform”), ἐν στολῇ
- εν συνεχεία (en synecheía, “subsequently”), ἐν συνεχείᾳ
- εν συντομία (en syntomía, “briefly”), ἐν συντομίᾳ
- εν σχέσει (en schései, “in relation to, with regard to”)
- εν συγκρίσει (en sygkrísei, “in comparison”)
- εν συνόλω (en synólo, “in total, collectively”), ἐν συνόλῳ
- εν συντομία (en syntomía, “briefly”), ἐν συντομίᾳ
- εν σώματι (en sómati, “all together -literally: in body-”)
- εντάξει (entáxei, “all right, OK”), ἐν τάξει (“in order”)
- εν τάχει (en táchei, “quickly, briefly”)
- εντέλει (entélei, “finally”), ἐν τέλει
- εν τούτοις (en toútois, “nevertheless, however, meanwhile”)
- εν χορώ (en choró, “all toghther”), ἐν χορῷ
- εν χρήσει (en chrísei, “in use”)
- εν ψυχρώ (en psychró, “in cold, in cold blood, cold-bloodedly”), ἐν ψυχρῷ
Phrases with εν + ancient dative
In monotonic script (εν), and polytonic (ἐν) & dative, if different
- ειρήσθω εν παρόδω (eirístho en paródo, “à propos”), εἰρήσθω ἐν παρόδῳ
- εν βρασμώ ψυχής (en vrasmó psychís, “literally: in boiling soul”), ἐν βρασμῷ ψυχῆς (law, criminology)
- εν εξάλλω καταστάσει (en exállo katastásei, “frantically”), ἐν ἐξάλλῳ καταστάσει
- εν ευθέτω χρόνω (en efthéto chróno, “in due course”), ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ
- εν κρυπτώ και παραβύστω (en kryptó kai paravýsto, “hole-and-corner”), ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ
- εν πάση περιπτώσει (en pási periptósei, “in any event”), ἐν πάσῃ περιπτώσει
- εν πλήρει συνειδήσει (en plírei syneidísei, “in good conscience”)
- εν πομπή και παρατάξει (en pompí kai paratáxei), ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει
- εν ριπή οφθαλμού (en ripí ofthalmoú, “in the blink of an eye, before you can say 'knife'”), ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ
- εν τη γενέσει (en ti genései, “at birth, in the beginning”), ἐν τῇ γενέσει
- εν τω γίγνεσθαι (en to gígnesthai, “in progress”), ἐν τῷ γίγνεσθαι
- εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ (en to metaxý, “meanwhile”), ἐν τῷ μεταξύ
- εν τοιαύτη περιπτώσει (en toiáfti periptósei, “that being the case”), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει
- εν χορδαίς και οργάνοις (en chordaís kai orgánois), ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις
- τα εν οίκω μη εν δήμω (ta en oíko mi en dímo, “what is private not in public”), τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ
Etymology 2
The Ancient Greek ἕν (“neutral of εἷς one”) used in set phrases.
Numeral
εν • (en)
Usage notes
Used in gymnastics or military commands for marching:
- εν δύο εν δυο ― en dýo en dyo ― one two one two
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.