ήμισυς
See also: ἥμισυς
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἥμισυς (hḗmisus, “half”)
Adjective
ήμισυς • (ímisys) m (feminine ημίσεια, neuter ήμισυ)
- Alternative form of μισός (misós) (half)
- Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη.
- The property is half public and half private.
- Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη.
Declension
positive forms of ήμισυς
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ήμισυς | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσειες | ημίσεα |
genitive | ημίσεος | ημισείας | ημίσεος | ημίσεων | ημισείων | ημίσεων |
accusative | ήμισυ | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσεια | ήμισεις |
vocative | ήμισυ | ημίσεια | ήμισυ | ήμισεις | ημίσεια | ήμισεις |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.