αγγειοσυσταλτικός
Greek
Adjective
αγγειοσυσταλτικός • (angeiosystaltikós) m (feminine αγγειοσυσταλτική, neuter αγγειοσυσταλτικό)
Declension
declension of αγγειοσυσταλτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγειοσυσταλτικός | αγγειοσυσταλτική | αγγειοσυσταλτικό | αγγειοσυσταλτικοί | αγγειοσυσταλτικές | αγγειοσυσταλτικά |
genitive | αγγειοσυσταλτικού | αγγειοσυσταλτικής | αγγειοσυσταλτικού | αγγειοσυσταλτικών | αγγειοσυσταλτικών | αγγειοσυσταλτικών |
accusative | αγγειοσυσταλτικό | αγγειοσυσταλτική | αγγειοσυσταλτικό | αγγειοσυσταλτικούς | αγγειοσυσταλτικές | αγγειοσυσταλτικά |
vocative | αγγειοσυσταλτικέ | αγγειοσυσταλτική | αγγειοσυσταλτικό | αγγειοσυσταλτικοί | αγγειοσυσταλτικές | αγγειοσυσταλτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αγγειοσυσταλτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αγγειοσυσταλτικός (o pio angeiosystaltikós), etc.) |
Antonyms
- αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós, “vasodilatory”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.