αγχολυτικός
Greek
Adjective
αγχολυτικός • (ancholytikós) m (feminine αγχολυτική, neuter αγχολυτικό)
Declension
declension of αγχολυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγχολυτικός | αγχολυτική | αγχολυτικό | αγχολυτικοί | αγχολυτικές | αγχολυτικά |
genitive | αγχολυτικού | αγχολυτικής | αγχολυτικού | αγχολυτικών | αγχολυτικών | αγχολυτικών |
accusative | αγχολυτικό | αγχολυτική | αγχολυτικό | αγχολυτικούς | αγχολυτικές | αγχολυτικά |
vocative | αγχολυτικέ | αγχολυτική | αγχολυτικό | αγχολυτικοί | αγχολυτικές | αγχολυτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αγχολυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αγχολυτικός (o pio ancholytikós), etc.) |
Related terms
- see: άγχος (ánchos, “anxiety, stress”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.