αδαμάντινος
Greek
Alternative forms
- διαμαντένιος (diamanténios)
Etymology
From Ancient Greek ἀδαμάντινος (adamántinos).
Adjective
αδαμάντινος • (adamántinos) m (feminine αδαμάντινη, neuter αδαμάντινο)
- made of diamond
- adamantine
- (figuratively) firm, unflinching
Declension
declension of αδαμάντινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμάντινος | αδαμάντινη | αδαμάντινο | αδαμάντινοι | αδαμάντινες | αδαμάντινα |
genitive | αδαμάντινου | αδαμάντινης | αδαμάντινου | αδαμάντινων | αδαμάντινων | αδαμάντινων |
accusative | αδαμάντινο | αδαμάντινη | αδαμάντινο | αδαμάντινους | αδαμάντινες | αδαμάντινα |
vocative | αδαμάντινε | αδαμάντινη | αδαμάντινο | αδαμάντινοι | αδαμάντινες | αδαμάντινα |
Synonyms
- (figuratively): αδάμαστος (adámastos)
Related terms
- αδαμαντοκόλλητος (adamantokóllitos, “set with diamonds”, adjective)
- αδαμαντοποίκιλτος (adamantopoíkiltos, “set with diamonds”, adjective)
- αδαμαντοπωλείο (adamantopoleío, “jeweller's shop”)
- αδαμαντοπώλης (adamantopólis, “diamond dealer, jeweller”)
- αδαμαντοστόλιστος (adamantostólistos, “set with diamonds”, adjective)
- αδαμαντουργός (adamantourgós, “diamond cutter”)
- αδαμαντοφόρος (adamantofóros, “diamond rich”, adjective)
- αδαμαντωρυχείο n (adamantorycheío, “diamond mine”)
- αδαμαντωρύχος m (adamantorýchos, “diamond miner”)
- διαμάντι n (diamánti, “diamond”)
- (Katharevousa) αδάμας m (adámas, “diamond”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.