αδαμαντοκόλλητος
Greek
Adjective
αδαμαντοκόλλητος • (adamantokóllitos) m (feminine αδαμαντοκόλλητη, neuter αδαμαντοκόλλητο)
Declension
declension of αδαμαντοκόλλητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμαντοκόλλητος | αδαμαντοκόλλητη | αδαμαντοκόλλητο | αδαμαντοκόλλητοι | αδαμαντοκόλλητες | αδαμαντοκόλλητα |
genitive | αδαμαντοκόλλητου | αδαμαντοκόλλητης | αδαμαντοκόλλητου | αδαμαντοκόλλητων | αδαμαντοκόλλητων | αδαμαντοκόλλητων |
accusative | αδαμαντοκόλλητο | αδαμαντοκόλλητη | αδαμαντοκόλλητο | αδαμαντοκόλλητους | αδαμαντοκόλλητες | αδαμαντοκόλλητα |
vocative | αδαμαντοκόλλητε | αδαμαντοκόλλητη | αδαμαντοκόλλητο | αδαμαντοκόλλητοι | αδαμαντοκόλλητες | αδαμαντοκόλλητα |
Synonyms
- αδαμαντοποίκιλτος (adamantopoíkiltos)
- αδαμαντοστόλιστος (adamantostólistos)
- αδαμαντόστικτος (adamantóstiktos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.