αδικητής
Greek
Noun
αδικητής
•
(
adikitís
)
m
(
plural
αδικητές
,
feminine
αδικήτρια
)
(
crime
)
offender
,
wrongdoer
Declension
declension of αδικητής
singular
plural
nominative
αδικητής
•
αδικητές
•
genitive
αδικητή
•
αδικητών
•
accusative
αδικητή
•
αδικητές
•
vocative
αδικητή
•
αδικητές
•
Related terms
see:
αδικώ
(
adikó
,
“
to wrong
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.