αδικώ
See also: ἀδικῶ
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀδικέω, ἀδικῶ (adikéō, adikô). For the modern senses, semantic loan from French faire injustice.
Pronunciation
- IPA(key): /aðiˈko/
- Hyphenation: α‧δι‧κώ
Verb
αδικώ • (adikó) (simple past αδίκησα, passive αδικούμαι, αδικιέμαι)
Conjugation
αδικώ, αδικούμαι/αδικιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αδικώ | αδικήσω | αδικούμαι - αδικιέμαι1 | αδικηθώ |
2 sg | αδικείς | αδικήσεις | αδικείσαι - αδικιέσαι | αδικηθείς |
3 sg | αδικεί | αδικήσει | αδικείται - αδικιέται | αδικηθεί |
1 pl | αδικούμε | αδικήσουμε, [-ομε] | αδικούμαστε - αδικιόμαστε | αδικηθούμε |
2 pl | αδικείτε | αδικήσετε | αδικείστε - αδικιέστε, αδικιόσαστε | αδικηθείτε |
3 pl | αδικούν(ε) | αδικήσουν(ε) | αδικούνται - αδικιούνται, αδικιόνται | αδικηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αδικούσα | αδίκησα | [αδικούμουν(α)] - αδικιόμουν(α)1 | αδικήθηκα |
2 sg | αδικούσες | αδίκησες | [αδικούσουν(α)] - αδικιόσουν(α) | αδικήθηκες |
3 sg | αδικούσε | αδίκησε | αδικούνταν - αδικιόταν(ε) - {αδικείτο} | αδικήθηκε |
1 pl | αδικούσαμε | αδικήσαμε | αδικούμασταν, (‑ούμαστε) - αδικιόμασταν, (‑ιόμαστε) | αδικηθήκαμε |
2 pl | αδικούσατε | αδικήσατε | [αδικούσασταν, (‑ούσαστε)] - αδικιόσασταν, (‑ιόσαστε) | αδικηθήκατε |
3 pl | αδικούσαν(ε) | αδίκησαν, αδικήσαν(ε) | αδικούνταν - αδικιούνταν, (αδικιόντουσαν) - {αδικούντο} | αδικήθηκαν, αδικηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αδικώ ➤ | θα αδικήσω ➤ | θα αδικούμαι/αδικιέμαι ➤ | θα αδικηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αδικείς, … | θα αδικήσεις, … | θα αδικείσαι/αδικιέσαι, … | θα αδικηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αδικήσει έχω, έχεις, … αδικημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αδικηθεί είμαι, είσαι, … αδικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αδικήσει είχα, είχες, … αδικημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αδικηθεί ήμουν, ήσουν, … αδικημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αδικήσει θα έχω, θα έχεις, … αδικημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αδικηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδικημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αδίκησε | — | αδικήσου |
2 pl | αδικείτε | αδικήστε | αδικείστε | αδικηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αδικώντας ➤ | αδικούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αδικήσει ➤ | αδικημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αδικήσει | αδικηθεί | ||
Notes | 1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- άδικο n (ádiko, “wrong”)
- άδικος (ádikos, “unfair, wrongful”)
- αδίκαστος (adíkastos, “untried”)
- αδίκαστος (adíkastos, “untried”)
- αδίκημα n (adíkima, “offence”)
- αδικήτρια f (adikítria, “offender”)
- αδικία f (adikía, “wrong, inequity, injustice”)
- αδικημένος (adikiménos, “wronged, offended”)
- αδικητής m (adikitís, “offender”)
- αδικοπραγία f (adikopragía, “malfeasance, tort”)
- αδικοπραξία f (adikopraxía, “malfeasance, tort”)
- αδικοπραγώ (adikopragó, “to do wrong,to wrong”)
- αδικοχαμένος (adikochaménos, “die prematurely”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.