αδράνεια
Greek
Noun
αδράνεια • (adráneia) f (plural αδράνειες)
- inactivity
- Μετά από αιώνες αδράνειας το ηφαίστειο ξέσπασε και πάλι.
- After centuries of inactivity the volcano erupted again.
- Μετά από αιώνες αδράνειας το ηφαίστειο ξέσπασε και πάλι.
- (physics) inertia
Declension
Related terms
- αδρανώ (adranó, “to be inactive”)
- αδρανής (adranís, “inactive, inert”)
- αδρανοποιώ (adranopoió, “to inactivate, to power down”)
- αδρανοποιούμαι (adranopoioúmai, “to stop moving, to be inactive”)
- αδρανοποίηση f (adranopoíisi, “inaction”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.