αδρανοποιούμαι
Greek
Verb
αδρανοποιούμαι • (adranopoioúmai) passive (simple past αδρανοποιήθηκα, active αδρανοποιώ)
- be inactive
Conjugation
αδρανοποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδρανοποιούμαι | αδρανοποιιόμουν, αδρανοποιιόμουνα | θα αδρανοποιούμαι | να αδρανοποιούμαι | |
2s | αδρανοποιείσαι | αδρανοποιιόσουν, αδρανοποιιόσουνα | θα αδρανοποιείσαι | να αδρανοποιείσαι | — |
3s | αδρανοποιείται | αδρανοποιιόταν, αδρανοποιιότανε | θα αδρανοποιείται | να αδρανοποιείται | |
1p | αδρανοποιούμαστε, αδρανοποιόμαστε | αδρανοποιιόμαστε, αδρανοποιιόμασταν | θα αδρανοποιούμαστε | να αδρανοποιούμαστε | |
2p | αδρανοποιείστε, αδρανοποιόσαστε | αδρανοποιιόσαστε, αδρανοποιιόσασταν | θα αδρανοποιείστε | να αδρανοποιείστε | αδρανοποιείστε |
3p | αδρανοποιούνται | αδρανοποιιόνταν, αδρανοποιιούνταν, αδρανοποιιόντουσαν, αδρανοποιιόντανε | θα αδρανοποιούνται | να αδρανοποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδρανοποιηθώ | αδρανοποιήθηκα | θα αδρανοποιηθώ | να αδρανοποιηθώ | |
2s | αδρανοποιηθείς | αδρανοποιήθηκες | θα αδρανοποιηθείς | να αδρανοποιηθείς | αδρανοποιήσου |
3s | αδρανοποιηθεί | αδρανοποιήθηκε | θα αδρανοποιηθεί | να αδρανοποιηθεί | |
1p | αδρανοποιηθούμε | αδρανοποιηθήκαμε | θα αδρανοποιηθούμε | να αδρανοποιηθούμε | |
2p | αδρανοποιηθείτε | αδρανοποιηθήκατε | θα αδρανοποιηθείτε | να αδρανοποιηθείτε | αδρανοποιηθείτε |
3p | αδρανοποιηθούν, αδρανοποιηθούνε | αδρανοποιήθηκαν, αδρανοποιηθήκανε, αδρανοποιηθήκαν | θα αδρανοποιηθούν, θα αδρανοποιηθούνε | να αδρανοποιηθούν, να αδρανοποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αδρανοποιηθεί | είχα αδρανοποιηθεί | θα έχω αδρανοποιηθεί | να έχω αδρανοποιηθεί | |
2s | έχεις αδρανοποιηθεί | είχες αδρανοποιηθεί | θα έχεις αδρανοποιηθεί | να έχεις αδρανοποιηθεί | |
3s | έχει αδρανοποιηθεί | είχε αδρανοποιηθεί | θα έχει αδρανοποιηθεί | να έχει αδρανοποιηθεί | |
1p | έχουμε αδρανοποιηθεί | είχαμε αδρανοποιηθεί | θα έχουμε αδρανοποιηθεί | να έχουμε αδρανοποιηθεί | |
2p | έχετε αδρανοποιηθεί | είχατε αδρανοποιηθεί | θα έχετε αδρανοποιηθεί | να έχετε αδρανοποιηθεί | |
3p | έχουν αδρανοποιηθεί | είχαν αδρανοποιηθεί | θα έχουν αδρανοποιηθεί | να έχουν αδρανοποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | αδρανοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Synonyms
- αδρανώ (adranó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.