ακοομέτρηση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ko.o.ˈme.tri.si/
- Hyphenation: α‧κο‧ο‧μέ‧τρη‧ση
Noun
ακοομέτρηση • (akoométrisi) f (plural ακοομετρήσεις)
Declension
declension of ακοομέτρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακοομέτρηση • | ακοομετρήσεις • |
genitive | ακοομέτρησης • ακοομετρήσεως • | ακοομετρήσεων • |
accusative | ακοομέτρηση • | ακοομετρήσεις • |
vocative | ακοομέτρηση • | ακοομετρήσεις • |
Synonyms
- (audiometry): ακοομετρία f (akoometría)
Related terms
- ακοόγραμμα n (akoógramma, “audiogram”)
- ακοομέτρης m (akoométris, “audiometrist”)
- ακοόμετρο n (akoómetro, “audiometer”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.