ακροβατικός
Greek
Declension
declension of ακροβατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακροβατικός | ακροβατική | ακροβατικό | ακροβατικοί | ακροβατικές | ακροβατικά |
genitive | ακροβατικού | ακροβατικής | ακροβατικού | ακροβατικών | ακροβατικών | ακροβατικών |
accusative | ακροβατικό | ακροβατική | ακροβατικό | ακροβατικούς | ακροβατικές | ακροβατικά |
vocative | ακροβατικέ | ακροβατική | ακροβατικό | ακροβατικοί | ακροβατικές | ακροβατικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ακροβατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ακροβατικός (o pio akrovatikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.