αλλαντοποιία
Greek
Alternative forms
- αλλαντοποιΐα f (allantopoiḯa)
Noun
αλλαντοποιία • (allantopoiía) f (uncountable)
Declension
Declension of αλλαντοποιία (allantopoiía)
singular | |
---|---|
nominative | αλλαντοποιία • |
genitive | αλλαντοποιίας • |
accusative | αλλαντοποιία • |
vocative | αλλαντοποιία • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.