αλλαντικό
Greek
Noun
αλλαντικό • (allantikó) n (plural αλλαντικά)
- (commonly plural) charcuterie, processed and cured meats (bacon, chorizo, corned beef, salami, sausage, etc)
Declension
declension of αλλαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
genitive | αλλαντικού • | αλλαντικών • |
accusative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
vocative | αλλαντικό • | αλλαντικά • |
Coordinate terms
Derived terms
- αλλαντοποιία f (allantopoiía, “sausage making”)
- αλλαντοποιείο n (allantopoieío, “sausage factory”)
- αλλαντοποιός n (allantopoiós, “sausage maker, pork butcher”)
- αλλαντοπώλης n (allantopólis, “sausage seller, pork butcher”)
- αλλαντοπωλείο n (allantopoleío, “pork butcher's shop”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.