αλλαντοπώλης
Greek
Noun
αλλαντοπώλης • (allantopólis) m (plural αλλαντοπώλες, feminine αλλαντοπώλισσα)
- shopkeeper selling sausages, charcuterie, salami, etc
Declension
declension of αλλαντοπώλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαντοπώλης • | αλλαντοπώλες • |
genitive | αλλαντοπώλη • | αλλαντοπωλών • |
accusative | αλλαντοπώλη • | αλλαντοπώλες • |
vocative | αλλαντοπώλη • | αλλαντοπώλες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.