αλλεργικός
Greek
Declension
declension of αλλεργικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλεργικός | αλλεργική | αλλεργικό | αλλεργικοί | αλλεργικές | αλλεργικά |
genitive | αλλεργικού | αλλεργικής | αλλεργικού | αλλεργικών | αλλεργικών | αλλεργικών |
accusative | αλλεργικό | αλλεργική | αλλεργικό | αλλεργικούς | αλλεργικές | αλλεργικά |
vocative | αλλεργικέ | αλλεργική | αλλεργικό | αλλεργικοί | αλλεργικές | αλλεργικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αλλεργικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αλλεργικός (o pio allergikós), etc.) |
Related terms
- αλλεργία f (allergía, “allergy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.