αμετάπειστος
Greek
Adjective
αμετάπειστος • (ametápeistos) m (feminine αμετάπειστη, neuter αμετάπειστο)
Declension
declension of αμετάπειστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμετάπειστος | αμετάπειστη | αμετάπειστο | αμετάπειστοι | αμετάπειστες | αμετάπειστα |
genitive | αμετάπειστου | αμετάπειστης | αμετάπειστου | αμετάπειστων | αμετάπειστων | αμετάπειστων |
accusative | αμετάπειστο | αμετάπειστη | αμετάπειστο | αμετάπειστους | αμετάπειστες | αμετάπειστα |
vocative | αμετάπειστε | αμετάπειστη | αμετάπειστο | αμετάπειστοι | αμετάπειστες | αμετάπειστα |
Related terms
- πείθω (peítho, “to convince”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.