αμολόγητος
Greek
Adjective
αμολόγητος • (amológitos) m (feminine αμολόγητη, neuter αμολόγητο)
- Alternative form of αμολόητος (amolóitos)
Declension
declension of αμολόγητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμολόγητος | αμολόγητη | αμολόγητο | αμολόγητοι | αμολόγητες | αμολόγητα |
genitive | αμολόγητου | αμολόγητης | αμολόγητου | αμολόγητων | αμολόγητων | αμολόγητων |
accusative | αμολόγητο | αμολόγητη | αμολόγητο | αμολόγητους | αμολόγητες | αμολόγητα |
vocative | αμολόγητε | αμολόγητη | αμολόγητο | αμολόγητοι | αμολόγητες | αμολόγητα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αμολόγητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αμολόγητος (o pio amológitos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.