ανάγκη
See also: ἀνάγκη
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀνάγκη (anánkē, “necessity”).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈnaŋ.ɟi/
- Hyphenation: α‧νά‧γκη
Noun
ανάγκη • (anágki) f (plural ανάγκες)
- (most senses) necessity
- Από ανάγκη πήγαμε μέσω Λονδίνου. ― Apó anágki pígame méso Londínou. ― Out of necessity we went through London.
- (most senses) need, want, demand
- Δεν τον ενδιαφέρει οι ανάγκες της γυναίκας του. ― Den ton endiaférei oi anágkes tis gynaíkas tou. ― He is not interested in his wife's needs.
- (euphemistic) call of nature (need for urination or defecation)
- Έχετε τουαλέτα; Πρέπει να κάνω την ανάγκη μου. ― Échete toualéta? Prépei na káno tin anágki mou. ― Do you have a toilet? I need to go.
Declension
Derived terms
Expressions
Related terms
- αναγκάζω (anagkázo, “to compel”)
- αναγκαία n pl (anagkaía, “necessities”)
- αναγκαίος (anagkaíos, “necessary”)
- αναγκαιότητα f (anagkaiótita, “necessity”)
- αναγκασμός m (anagkasmós, “compulsion”)
- αναγκαστικός (anagkastikós, “compulsory”)
- εξαναγκάζω (exanagkázo, “compel”)
- καταναγκάζω (katanagkázo, “compel”)
- καταναγκασμός m (katanagkasmós, “compulsion”)
- καταναγκαστικός (katanagkastikós, “compulsory”)
- πειθαναγκάζω (peithanagkázo, “compel forcefully”)
- πειθαναγκασμός m (peithanagkasmós)
- ψυχαναγκασμός m (psychanagkasmós)
- ψυχαναγκαστικός (psychanagkastikós)
Further reading
- ανάγκη in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.