αναγκαστικός
Greek
Adjective
αναγκαστικός • (anagkastikós) m (feminine αναγκαστική, neuter αναγκαστικό)
- compulsory, obligatory
- αναγκαστική προσγειωση ― anagkastikí prosgeiosi ― forced landing
- αναγκαστικός νόμος ― anagkastikós nómos ― emergency law
Declension
declension of αναγκαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγκαστικός | αναγκαστική | αναγκαστικό | αναγκαστικοί | αναγκαστικές | αναγκαστικά |
genitive | αναγκαστικού | αναγκαστικής | αναγκαστικού | αναγκαστικών | αναγκαστικών | αναγκαστικών |
accusative | αναγκαστικό | αναγκαστική | αναγκαστικό | αναγκαστικούς | αναγκαστικές | αναγκαστικά |
vocative | αναγκαστικέ | αναγκαστική | αναγκαστικό | αναγκαστικοί | αναγκαστικές | αναγκαστικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.