αναγνωρισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αναγνωρίζομαι (anagnorízomai), passive voice of αναγνωρίζω (“to recognize”).
Pronunciation
- IPA(key): /anaɣnoriˈzmenos/
- Hyphenation: α‧να‧γνω‧ρι‧σμέ‧νος
Participle
αναγνωρισμένος • (anagnorisménos) m (feminine αναγνωρισμένη, neuter αναγνωρισμένο)
- identified, recognised (UK), recognized (US)
- acknowledged
Declension
declension of αναγνωρισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγνωρισμένος | αναγνωρισμένη | αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένοι | αναγνωρισμένες | αναγνωρισμένα |
genitive | αναγνωρισμένου | αναγνωρισμένης | αναγνωρισμένου | αναγνωρισμένων | αναγνωρισμένων | αναγνωρισμένων |
accusative | αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένη | αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένους | αναγνωρισμένες | αναγνωρισμένα |
vocative | αναγνωρισμένε | αναγνωρισμένη | αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένοι | αναγνωρισμένες | αναγνωρισμένα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναγνωρισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρισμένος (o pio anagnorisménos), etc.) |
Related terms
- αναγνωρίσιμος (anagnorísimos, “recognisable”)
- and see: αναγνωρίζω (anagnorízo, “to recognise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.