αναγνωσιμότητα
Greek
Etymology
αναγνώσιμος (anagnósimos, “readable”) + -ότητα (-ótita), calque of English readability.
Pronunciation
- IPA(key): /anaɣnosiˈmotita/
- Hyphenation: α‧να‧γνω‧σι‧μό‧τη‧τα
Noun
αναγνωσιμότητα • (anagnosimótita) f (plural αναγνωσιμότητες)
- readability, legibility (property of being capable of being read)
- Είναι ένα πολύ δύσκολο κείμενο που δεν έχει καθόλου σχεδόν αναγνωσιμότητα.
- Eínai éna polý dýskolo keímeno pou den échei kathólou schedón anagnosimótita.
- It's a very difficult article that has almost no readability.
- (books, magazines, Internet) readership, ratings (number of people who read a certain written publication)
- Η αναγνωσιμότητα των εφημερίδων συνεχίζει να πέφτει.
- I anagnosimótita ton efimerídon synechízei na péftei.
- The readership of newspapers continues to fall.
Declension
declension of αναγνωσιμότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγνωσιμότητα • | αναγνωσιμότητες • |
genitive | αναγνωσιμότητας • | αναγνωσιμοτήτων • |
accusative | αναγνωσιμότητα • | αναγνωσιμότητες • |
vocative | αναγνωσιμότητα • | αναγνωσιμότητες • |
Synonyms
- (ratings): θεαματικότητα f (theamatikótita) (of a television show)
- τηλεθεαματικότητα f (tiletheamatikótita) (of a television show)
- τηλεθέαση f (tilethéasi) (of a television show)
- ακροαματικότητα f (akroamatikótita) (of a radio show)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.