αναγνώσιμος
Greek
Adjective
αναγνώσιμος • (anagnósimos) m (feminine αναγνώσιμη, neuter αναγνώσιμο)
Declension
declension of αναγνώσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγνώσιμος | αναγνώσιμη | αναγνώσιμο | αναγνώσιμοι | αναγνώσιμες | αναγνώσιμα |
genitive | αναγνώσιμου | αναγνώσιμης | αναγνώσιμου | αναγνώσιμων | αναγνώσιμων | αναγνώσιμων |
accusative | αναγνώσιμο | αναγνώσιμη | αναγνώσιμο | αναγνώσιμους | αναγνώσιμες | αναγνώσιμα |
vocative | αναγνώσιμε | αναγνώσιμη | αναγνώσιμο | αναγνώσιμοι | αναγνώσιμες | αναγνώσιμα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναγνώσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναγνώσιμος (o pio anagnósimos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.