αναγωγικός
Greek
Adjective
αναγωγικός • (anagogikós) m (feminine αναγωγική, neuter αναγωγικό)
Declension
declension of αναγωγικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγωγικός | αναγωγική | αναγωγικό | αναγωγικοί | αναγωγικές | αναγωγικά |
genitive | αναγωγικού | αναγωγικής | αναγωγικού | αναγωγικών | αναγωγικών | αναγωγικών |
accusative | αναγωγικό | αναγωγική | αναγωγικό | αναγωγικούς | αναγωγικές | αναγωγικά |
vocative | αναγωγικέ | αναγωγική | αναγωγικό | αναγωγικοί | αναγωγικές | αναγωγικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναγωγικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναγωγικός (o pio anagogikós), etc.) |
Related terms
- ανάγωγος (anágogos, “ill mannered, irreducible”)
- αναγωγικό μέσο n (anagogikó méso, “reducing agent”)
- and see: ανάγω (anágo, “to reduce”)
Antonyms
- (chemistry): οξειδωτικός (oxeidotikós, “oxidising”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.