αναλογικός
Greek
Adjective
αναλογικός • (analogikós) m (feminine αναλογική, neuter αναλογικό)
- proportional, proportionate
- analogue (UK), analog (US)
- αναλογικό ρολόι ― analogikó rolói ― analogue watch
Declension
declension of αναλογικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλογικός | αναλογική | αναλογικό | αναλογικοί | αναλογικές | αναλογικά |
genitive | αναλογικού | αναλογικής | αναλογικού | αναλογικών | αναλογικών | αναλογικών |
accusative | αναλογικό | αναλογική | αναλογικό | αναλογικούς | αναλογικές | αναλογικά |
vocative | αναλογικέ | αναλογική | αναλογικό | αναλογικοί | αναλογικές | αναλογικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναλογικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναλογικός (o pio analogikós), etc.) |
Synonyms
- (proportional): ανάλογος (análogos)
- (proportional): αναλογιστικός (analogistikós)
Related terms
Antonyms
- (analogue): ψηφιακός (psifiakós, “digital”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.