αναλυτικός
Greek
Adjective
αναλυτικός • (analytikós) m (feminine αναλυτική, neuter αναλυτικό)
- analytical, analytic
- αναλυτικό μυαλό ― analytikó myaló ― analytical mind
- αναλυτική μέθοδος ― analytikí méthodos ― analytical method
- αναλυτική χημεία ― analytikí chimeía ― analytical chemistry
Declension
declension of αναλυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλυτικός | αναλυτική | αναλυτικό | αναλυτικοί | αναλυτικές | αναλυτικά |
genitive | αναλυτικού | αναλυτικής | αναλυτικού | αναλυτικών | αναλυτικών | αναλυτικών |
accusative | αναλυτικό | αναλυτική | αναλυτικό | αναλυτικούς | αναλυτικές | αναλυτικά |
vocative | αναλυτικέ | αναλυτική | αναλυτικό | αναλυτικοί | αναλυτικές | αναλυτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναλυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναλυτικός (o pio analytikós), etc.) |
Related terms
- αναλυτικά (analytiká, “analytically”)
- αναλυτική μηχανή f (analytikí michaní, “analytical engine”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.