αναποφάσιστος
Greek
Etymology
αν- (an-, “in-, un-”) + απόφαση (apófasi, “decision”), calque of French indécis. First attested 1888.
Adjective
αναποφάσιστος • (anapofásistos) m (feminine αναποφάσιστη, neuter αναποφάσιστο)
Declension
declension of αναποφάσιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποφάσιστος | αναποφάσιστη | αναποφάσιστο | αναποφάσιστοι | αναποφάσιστες | αναποφάσιστα |
genitive | αναποφάσιστου | αναποφάσιστης | αναποφάσιστου | αναποφάσιστων | αναποφάσιστων | αναποφάσιστων |
accusative | αναποφάσιστο | αναποφάσιστη | αναποφάσιστο | αναποφάσιστους | αναποφάσιστες | αναποφάσιστα |
vocative | αναποφάσιστε | αναποφάσιστη | αναποφάσιστο | αναποφάσιστοι | αναποφάσιστες | αναποφάσιστα |
Synonyms
- άβουλος f (ávoulos, “indecisive”)
Antonyms
- αποφασιστικός f (apofasistikós, “decisive”)
Derived terms
- αναποφασιστικότητα m (anapofasistikótita, “indecision, indecisiveness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.