αποφασιστικός
Greek
Declension
declension of αποφασιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφασιστικός | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικοί | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
genitive | αποφασιστικού | αποφασιστικής | αποφασιστικού | αποφασιστικών | αποφασιστικών | αποφασιστικών |
accusative | αποφασιστικό | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικούς | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
vocative | αποφασιστικέ | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικοί | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αποφασιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αποφασιστικός (o pio apofasistikós), etc.) |
Antonyms
- αναποφάσιστος f (anapofásistos, “indecisive, undecided”)
Derived terms
- αποφασιστικότητα m (apofasistikótita, “decisiveness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.