ανατριχιαστικός
Greek
Adjective
ανατριχιαστικός • (anatrichiastikós) m (feminine ανατριχιαστική, neuter ανατριχιαστικό)
Declension
declension of ανατριχιαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατριχιαστικός | ανατριχιαστική | ανατριχιαστικό | ανατριχιαστικοί | ανατριχιαστικές | ανατριχιαστικά |
genitive | ανατριχιαστικού | ανατριχιαστικής | ανατριχιαστικού | ανατριχιαστικών | ανατριχιαστικών | ανατριχιαστικών |
accusative | ανατριχιαστικό | ανατριχιαστική | ανατριχιαστικό | ανατριχιαστικούς | ανατριχιαστικές | ανατριχιαστικά |
vocative | ανατριχιαστικέ | ανατριχιαστική | ανατριχιαστικό | ανατριχιαστικοί | ανατριχιαστικές | ανατριχιαστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανατριχιαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανατριχιαστικός (o pio anatrichiastikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.