αναφορικός
Greek
Declension
declension of αναφορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφορικός | αναφορική | αναφορικό | αναφορικοί | αναφορικές | αναφορικά |
genitive | αναφορικού | αναφορικής | αναφορικού | αναφορικών | αναφορικών | αναφορικών |
accusative | αναφορικό | αναφορική | αναφορικό | αναφορικούς | αναφορικές | αναφορικά |
vocative | αναφορικέ | αναφορική | αναφορικό | αναφορικοί | αναφορικές | αναφορικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναφορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναφορικός (o pio anaforikós), etc.) |
Related terms
- αναφορά f (anaforá, “reference, report”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.