ανδρικός
Greek
Alternative forms
- αντρικός (antrikós)
Adjective
ανδρικός • (andrikós) m (feminine ανδρική, neuter ανδρικό)
- masculine, male, not effeminate.
Declension
declension of ανδρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανδρικός | ανδρική | ανδρικό | ανδρικοί | ανδρικές | ανδρικά |
genitive | ανδρικού | ανδρικής | ανδρικού | ανδρικών | ανδρικών | ανδρικών |
accusative | ανδρικό | ανδρική | ανδρικό | ανδρικούς | ανδρικές | ανδρικά |
vocative | ανδρικέ | ανδρική | ανδρικό | ανδρικοί | ανδρικές | ανδρικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανδρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανδρικός (o pio andrikós), etc.) |
Related terms
- see: άνδρας (ándras, “man”)
See also
- αρσενικός (arsenikós, “masculine/male - grammatical and biological gender”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.