ανεξάρτητος
Greek
Etymology
αν- (an-, alpha privative) + εξαρτώ (exartó, “depend upon or owe [one’s] existence to”) + -τος (-tos, suffix forming adjectives), calque of French indépendant. First attested 1829.
Adjective
ανεξάρτητος • (anexártitos) m (feminine ανεξάρτητη, neuter ανεξάρτητο)
Declension
declension of ανεξάρτητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξάρτητος | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητοι | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
genitive | ανεξάρτητου | ανεξάρτητης | ανεξάρτητου | ανεξάρτητων | ανεξάρτητων | ανεξάρτητων |
accusative | ανεξάρτητο | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητους | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
vocative | ανεξάρτητε | ανεξάρτητη | ανεξάρτητο | ανεξάρτητοι | ανεξάρτητες | ανεξάρτητα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανεξάρτητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανεξάρτητος (o pio anexártitos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.