ανεξίθερμος
Greek
Adjective
ανεξίθερμος • (anexíthermos) m (feminine ανεξίθερμη, neuter ανεξίθερμο)
Declension
declension of ανεξίθερμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξίθερμος | ανεξίθερμη | ανεξίθερμο | ανεξίθερμοι | ανεξίθερμες | ανεξίθερμα |
genitive | ανεξίθερμου | ανεξίθερμης | ανεξίθερμου | ανεξίθερμων | ανεξίθερμων | ανεξίθερμων |
accusative | ανεξίθερμο | ανεξίθερμη | ανεξίθερμο | ανεξίθερμους | ανεξίθερμες | ανεξίθερμα |
vocative | ανεξίθερμε | ανεξίθερμη | ανεξίθερμο | ανεξίθερμοι | ανεξίθερμες | ανεξίθερμα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανεξίθερμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανεξίθερμος (o pio anexíthermos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.