ανθεκτικός
Greek
Declension
declension of ανθεκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθεκτικός | ανθεκτική | ανθεκτικό | ανθεκτικοί | ανθεκτικές | ανθεκτικά |
genitive | ανθεκτικού | ανθεκτικής | ανθεκτικού | ανθεκτικών | ανθεκτικών | ανθεκτικών |
accusative | ανθεκτικό | ανθεκτική | ανθεκτικό | ανθεκτικούς | ανθεκτικές | ανθεκτικά |
vocative | ανθεκτικέ | ανθεκτική | ανθεκτικό | ανθεκτικοί | ανθεκτικές | ανθεκτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανθεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανθεκτικός (o pio anthektikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.