απαστράπτων
Greek
Adjective
απαστράπτων • (apastrápton) m (feminine απαστράπτουσα, neuter απαστράπτον)
Declension
declension of απαστράπτων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαστράπτων | απαστράπτουσα | απαστράπτον | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα |
genitive | απαστράπτοντος | απαστράπτουσας / απαστραπτούσης | απαστράπτοντος | απαστραπτόντων | απαστραπτουσών | απαστραπτόντων |
accusative | απαστράπτοντα | απαστράπτουσα | απαστράπτον | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα |
vocative | απαστράπτων | απαστράπτουσα | απαστράπτον | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απαστράπτων, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απαστράπτων (o pio apastrápton), etc.) |
Synonyms
- αστραφτερός (astrafterós)
Related terms
- απαστράπτω (apastrápto, “to sparkle, to flash”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.