απατός
See also:
άπατος
Greek
Alternative forms
ατός
(
atós
)
Pronoun
απατός
•
(
apatós
)
m
(
feminine
απατή
,
neuter
απατό
)
(
colloquial
)
only
(
used with the genitive personal pronouns:
μου
(
mou
)
,
σου
(
sou
)
του
(
tou
)
)
Declension
declension of
'απατός'
m·s
f·s
n·s
m·p
f·p
n·p
nominative
απατός
απατή
απατό
απατοί
απατές
απατά
genitive
απατού
απατής
απατού
απατών
απατών
απατών
accusative
απατό
απατή
απατό
απατούς
απατές
απατά
vocative
απατέ
απατή
απατό
απατοί
απατές
απατά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.