απειλητικός
Greek
Adjective
απειλητικός • (apeilitikós) m (feminine απειλητική, neuter απειλητικό)
Declension
declension of απειλητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απειλητικός | απειλητική | απειλητικό | απειλητικοί | απειλητικές | απειλητικά |
genitive | απειλητικού | απειλητικής | απειλητικού | απειλητικών | απειλητικών | απειλητικών |
accusative | απειλητικό | απειλητική | απειλητικό | απειλητικούς | απειλητικές | απειλητικά |
vocative | απειλητικέ | απειλητική | απειλητικό | απειλητικοί | απειλητικές | απειλητικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απειλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απειλητικός (o pio apeilitikós), etc.) |
Synonyms
- εκφοβιστικός (ekfovistikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.