αποκέντρωση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /apoˈcendɾosi/
- Hyphenation: απο‧κέ‧ντρω‧ση
Noun
αποκέντρωση • (apokéntrosi) f (plural αποκεντρώσεις)
- decentralisation (UK), decentralization (US)
Declension
declension of αποκέντρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκέντρωση • | αποκεντρώσεις • |
genitive | αποκέντρωσης • αποκεντρώσεως • | αποκεντρώσεων • |
accusative | αποκέντρωση • | αποκεντρώσεις • |
vocative | αποκέντρωση • | αποκεντρώσεις • |
Related terms
- αποκεντρώνω (apokentróno, “to decentralise”)
- συγκέντρωση f (sygkéntrosi, “centralisation”)
- συγκεντρώνω (sygkentróno, “to centralise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.