συγκεντρώνω
Greek
Verb
συγκεντρώνω • (sygkentróno) (simple past συγκέντρωσα, passive συγκεντρώνομαι)
- gather, collect, bring together
- centralise (UK), centralize (US),
Conjugation
συγκεντρώνω συγκεντρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγκεντρώνω | συγκεντρώσω | συγκεντρώνομαι | συγκεντρωθώ |
2 sg | συγκεντρώνεις | συγκεντρώσεις | συγκεντρώνεσαι | συγκεντρωθείς |
3 sg | συγκεντρώνει | συγκεντρώσει | συγκεντρώνεται | συγκεντρωθεί |
1 pl | συγκεντρώνουμε, [‑ομε] | συγκεντρώσουμε, [‑ομε] | συγκεντρωνόμαστε | συγκεντρωθούμε |
2 pl | συγκεντρώνετε | συγκεντρώσετε | συγκεντρώνεστε, συγκεντρωνόσαστε | συγκεντρωθείτε |
3 pl | συγκεντρώνουν(ε) | συγκεντρώσουν(ε) | συγκεντρώνονται | συγκεντρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγκέντρωνα | συγκέντρωσα | συγκεντρωνόμουν(α) | συγκεντρώθηκα |
2 sg | συγκέντρωνες | συγκέντρωσες | συγκεντρωνόσουν(α) | συγκεντρώθηκες |
3 sg | συγκέντρωνε | συγκέντρωσε | συγκεντρωνόταν(ε) | συγκεντρώθηκε |
1 pl | συγκεντρώναμε | συγκεντρώσαμε | συγκεντρωνόμασταν, (‑όμαστε) | συγκεντρωθήκαμε |
2 pl | συγκεντρώνατε | συγκεντρώσατε | συγκεντρωνόσασταν, (‑όσαστε) | συγκεντρωθήκατε |
3 pl | συγκέντρωναν, συγκεντρώναν(ε) | συγκέντρωσαν, συγκεντρώσαν(ε) | συγκεντρώνονταν, (συγκεντρωνόντουσαν) | συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγκεντρώνω ➤ | θα συγκεντρώσω ➤ | θα συγκεντρώνομαι ➤ | θα συγκεντρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγκεντρώνεις, … | θα συγκεντρώσεις, … | θα συγκεντρώνεσαι, … | θα συγκεντρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγκεντρώσει έχω, έχεις, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγκεντρωθεί είμαι, είσαι, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγκεντρώσει είχα, είχες, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συγκεντρωθεί ήμουν, ήσουν, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρώσει θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συγκέντρωνε | συγκέντρωσε | — | συγκεντρώσου |
2 pl | συγκεντρώνετε | συγκεντρώστε | — | συγκεντρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγκεντρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγκεντρώσει ➤ | συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγκεντρώσει | συγκεντρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
- αποκεντρώνω (apokentróno, “to decentralise”)
Related terms
- αποκέντρωση f (apokéntrosi, “decentralisation”)
- συγκέντρωση f (sygkéntrosi, “centralisation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.