απολίτιστος
Greek
Adjective
απολίτιστος • (apolítistos) m (feminine απολίτιστη, neuter απολίτιστο)
- uncivilised (UK), uncivilized (US)
Declension
declension of απολίτιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολίτιστος | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
genitive | απολίτιστου | απολίτιστης | απολίτιστου | απολίτιστων | απολίτιστων | απολίτιστων |
accusative | απολίτιστο | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστους | απολίτιστες | απολίτιστα |
vocative | απολίτιστε | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απολίτιστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απολίτιστος (o pio apolítistos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.