απόλαυση
Greek
Declension
declension of απόλαυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόλαυση • | απολαύσεις • |
genitive | απόλαυσης • απολαύσεως • | απολαύσεων • |
accusative | απόλαυση • | απολαύσεις • |
vocative | απόλαυση • | απολαύσεις • |
Coordinate terms
- ευτυχία f (eftychía, “happiness, contentment”)
- ευχαρίστηση f (efcharístisi, “pleasure, contentment”)
- ηδονή f (idoní, “pleasure, delight, lust”)
- ικανοποίηση f (ikanopoíisi, “contentment, satisfaction”)
- τέρψη f (térpsi, “delight, enjoyment, pleasure”)
- χαρά f (chará, “joy, exhilaration, delight”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.